σύννοια

σύννοια
η
1) задумчивость; 2) озабоченность, беспокойство; 3) угрюмость, хмурость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σύννοια" в других словарях:

  • συννοίᾳ — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννοια — meditation fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννοια — η, ΝΜΑ [σύννους] 1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία 2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη νεοελλ. κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. 1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ ἅμα οἷον δέδρακεν… …   Dictionary of Greek

  • συννοίας — συννοίᾱς , σύννοια meditation fem acc pl συννοίᾱς , σύννοια meditation fem gen sg (attic doric aeolic) συννοίᾱς , σύννοια meditation fem acc pl (ionic) συννοίᾱς , σύννοια meditation fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυννοίᾳ — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννοίαι — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύννοια — σύννοια , σύννοια meditation fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννοίαις — σύννοια meditation fem dat pl σύννοια meditation fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννοίῃ — σύννοια meditation fem dat sg (epic ionic) σύννοια meditation fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννοιαν — σύννοια meditation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»